βαρυθυμώ

βαρυθυμώ
(α, ε) αμετ.
1) быть мрачным; быть удручённым; быть в угнетённом состоянии; унывать; огорчаться; 2) негодовать, досадовать, сердиться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαρυθυμώ" в других словарях:

  • βαρυθυμώ — ( άω) (AM βαρυθυμῶ, έω) [βαρύθυμος] είμαι βαρύθυμος …   Dictionary of Greek

  • αλυσθαίνω — ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM) 1. είμαι ασθενής ή αδύνατος 2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ 3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση τής λ. ἀσθενής. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω] …   Dictionary of Greek

  • κακαφορούμαι — και κακοφορούμαι 1. έχω υποψίες, βάζω κακό με το μυαλό μου, υποψιάζομαι κάτι κακό 2. δυσφορώ, βαρυθυμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αρχ. ὑφορῶμαι «υποπτεύομαι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»